17/12/10

ΑΓΝΟΙΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ


Εκείνο που μας μένει
είναι το μέλλον.
Είναι το μόιο που έχουμε
και το μόνο που θέλουν
να μας πάρουν.

Το παρελθόν μας
έτσι κι αλλιώς το αγνοούν.

Αυτό τους κάνει να είναι σίγουροι
ότι μπορούν να πετύχουν
το σκοπό τους.

Όμως…

Αν ήξεραν
τώρα θα τρέχανε να κρυφτούν
μέσα στο καταργημένο τους σήμερα.

Θα είχαν ήδη καταλάβει
ότι έχουν καταργηθεί μαζί του.

8/12/10

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ

Μια ηλικιωμένη κυρία σηκώνεται από τον απογευματινό της ύπνο. Στέκεται μπροστά στον μικρό καθρέφτη που έχει πάνω στο κομοδίνο της και χτενίζει τα άσπρα μακριά μαλλιά της. Σηκώνεται όρθια. Σέρνει τα βήματα της ως την κουζίνα. Παίρνει το μπρίκι. Το γεμίζει νερό. Ανάβει το γκαζάκι. Κοιτάζει τη δύση ανάμεσα από τις κουρτίνες. Ανοίγει το ντουλάπι από πάνω της. Παίρνει από μέσα δύο βαζάκια. Καφές το ένα. Ζάχαρη το άλλο. Βάζει μέσα στο μπρίκι δυο κουταλιές καφέ και ζάχαρη στη μύτη. Τα ανακατεύει.
Σιγομουρμουρίζει ένα τραγούδι. «Τα ματόκλαδα σου λάμπουν, τα ματόκλαδα σου λάμπουν, τα ματόκλαδα σου λάμπουν και σε πειρασμό με βάνουν».
Ο καφές φουσκώνει. Κλείνει το καμινέτο. Τον κατεβάζει από τη φωτιά.
Βγάζει τον ασημένιο δίσκο από την σερβάντα ένα φλιτζανάκι πορσελάνινο, ένα κρυστάλλινο ποτήρι, από εκείνα της προίκας της και σερβίρεται τον καφέ της.
Τραβάει μια γουλιά. Σηκώνεται και πάει στο δωμάτιο της. Ανοίγει τη ντουλάπα και κοιτάζει στον καθρέφτη που βρίσκεται πίσω από την πόρτα.
Πιάνει τη ρόμπα που φοράει με τα δυο της χέρια από τον γιακά. Δίνει μια αποφασιστικά και την σκίζει μέχρι κάτω. Αποκαλύπτεται ένα εφηβικό κορμί. Σφίγγει τη ρόμπα πάνω της από ντροπή και επιστρέφει στο τραπέζι που έχει τον καφέ της.
«Τα ματόκλαδα σου γέρνεις, τα ματόκλαδα σου γέρνεις, τα ματόκλαδα σου γέρνεις νου και λογισμό μου παίρνεις».
Κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα.
- ΑΥΤΑ, ψιθυρίζει και ξεψυχά.

"Οι στίχοι που ακολουθούν προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν αυτά τα τέσσερα γράμματα: ΑΛΦΑ, ΥΨΙΛΟΝ, ΤΑΥ και ΑΛΦΑ"


 Άλφα
(Το Άλφα της μήτρΑς)

Γεννήθηκα, μεγάλωσα
τα χρόνια κατανάλωσα,
με τη ψυχή μου μάλωσα,
κατάφερα τα μπάλωσα.

Γεννήθηκα, τραβήχτηκα,
τα δήθεν τα αρνήθηκα,
στον κόσμο αμολύθηκα,
και τον ευχαριστήθηκα.

- 1ο R -
Εγώ με μια αφέλεια
και μ’ έναν χαβαλέ
του κόσμου την ατέλεια
την πλήρωσα μωρέ.

Και έκλαψα, και γέλασα
από μπροστά σας πέρασα.
Σας πλήρωσα, σας κέρασα
Κι ύστερα σας προσπέρασα.

Κι αν έπεσα, σηκώθηκα,
κατάφερα και σώθηκα.
Κι αν κάποτε πληγώθηκα,
χαλάλι μου... Σας δόθηκα

- 2ο R -
Εγώ χωρίς μπαϊράκι
και πίστη πουθενά,
αυτό το αλωνάκι
το ‘κανα γειτονιά.

Ύψιλον
(Το Ύψιλον της Ύλης)

Χύμα κι αράδα
μια περατζάδα
με φεγγαράδα
είν’ η ζωή.
Παίρνω φεγγάρια
καίω τα χνάρια
πειράζω ζάρια
αλλάζω γη.

Ώπα και γεια μου
κι όλα δικά μου
κι όλα μαγκιά μου
κι όλα γυαλιά.
Όλες τις νύχτες
κάτι ξενύχτες
μου είπαν ρίχτες
μες τη φωτιά.

- 3ο R -
Εγώ με μια αντάρα
με μια παλιογητειά
τα έκανα μαντάρα
ετούτα στενά.

Ψέμα και κρίμα,
κι όλα τα χύμα
πάνω στο κύμα,
άσπρη κορφή.
Ψέμα και κρίμα,
καρδιά μου χύμα,
κάνε το βήμα,
πάμε μαζί.
Ώπα του νου μου
και του κορμιού μου,
του λάθος καιρού μου
είμαι παιδί.
Με πάθη πλάθει
ο κόσμος λάθη
κι έχει σε λάθος
βάθη πνιγεί.

- 4ο R -
Εγώ σε μια κατάδυση
με μια αναπνοή
έκανα την ανάλυση
και είπα όπου βγει.

Ταυ
(Το Ταυ του έρωΤα)

Και βγήκα και αλήτεψα,
σε βρήκα και σε πίστεψα,
σε πήρα στο κορμί μου.
Στα χέρια σου τρελάθηκα,
με άγγιξες και χάθηκα
πέρα απ’ την αντοχή μου.

Στη μέση στα μεσάνυχτα
- χειλάκια μου μισάνοιχτα -
σας έκλεψα τη γύρη.
Στο βλέμμα σας προσκύνησα
και έφυγα και γύρισα
κι ο κόσμος πανηγύρι.

- 5ο R -
Εγώ με έναν έρωτα
μ’ έν’ αναστεναγμό
του κόσμου τα ξενέρωτα
τα έκανα ουρανό.

Ξοδεύτηκα στο δέρμα σου
κι η ύλη μου στο αίμα σου.
Ντύθηκα την αφή σου.
Ο κόσμος δε με μπόρεσε,
το στέρνο σου με χώρεσε
και η αναπνοή σου.

Σε λύγισα, με λύγισες
σε νίκησα, με νίκησες
κι ακόμα σε παλεύω.
Μου δίνεσαι, μου χάνεσαι.
σε πιάνω μα δεν πιάνεσαι.
τη τρέλα σου χορεύω.

-  6ο R -
Εγώ κι αυτό το στοίχημα
το πήγα να το χάσω,
Τον πόνο σου, τον πόνεσα
μα θα τον ξεπεράσω.


Άλφα
(Τα Άλφα του θΑνΑτου)

Και κάποια ξημερώματα
μου μίλησαν τα χώματα
κι άκουσα ένα «Φτάνει».
Λυθήκαν τα κομμάτια μου,
γεμίσανε τα μάτια μου
σε τούτο το σεργιάνι.

Και άνοιξα τα δέρματα
λευτέρωσα τα αίματα
και χύθηκα στο χώμα.
Πλημμύρισα τα πέρατα
τα σύμπαντα τ’ απέραντα.
Το τέλειωσα το σώμα.

- 7ο R -
Εγώ με τρεις ανάσες
με μάτια σφαλιστά
με τις οφθαλμαπάτες
ξεμπέρδεψα και γεια.

Δε πίστεψα παράδεισο
περπάτησα στην άβυσσο
κι όλους εκεί σας βρήκα
Τη χόρτασα την κόλαση,
- τ’ αμαρτωλού την όαση -
και σας τη δίνω προίκα.

Τσαντίρι πήγα κι έστησα
στα τέρματα του κόσμου
να λάμψουν τα εντός μου.
Πιο πέρα απ’ τις ηθικές,
δικές μου οι κατασκευές,
να ‘ναι καλά το φως μου.

-   6ο R -
 Εγώ τον πήγα μόνος μου
ετούτο τον αιώνα.
Του κόσμου τα διόδια
τα πέρασα σφεντόνα.










4/12/10

ΕΤΕΘΕΙ ΘΕΜΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ


«Θα υπογράψει, ο χρέη εκτελών, δια τας υπερωρίας;
Θα διακορευθεί ο υμήν  της πόρνης Εγκρατείας;
Θα τύχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι της αναγκαίας τους αδείας;
Θα αποφύγομεν τας ιλαρότητας και τας αηδίας;
Θα υπογράψει ο νεκροθάφτης τας αποδείξεις της κηδείας;»

(Αναρωτάτε, προφανώς επί της διαδικασίας.
Διότι εδώ μέσα,
κάποιος που ‘ναι σ’ όλα μέσα
δίχως να ‘χει διόλου μπέσα,
την αποκάλεσε μπαμπέσα
κι όχι ως πρέπει: Πριγκηπέσα.)

Παρά ταύτα, της αναλογούσης δοθείσης σημασίας
είπε: «Δε γαμιέται,
που θα κάθομαι, ν’ ακούω ότι λέτε.
Θα ‘ρθει η ώρα που θα κλαίτε.
Η ψυχή μου δεν χαλιέται
κι ό,τι το περνάς, περνιέται».
.......................................
Και έπεσε και εκοιμήθη
εις χάλκινον κοχλιάριον,
ενω τριγύρω επαιάνιζον
οι εμπειρίες των αρχάριων